- διπλότυπος
- -η, -ο1. (γραμμ.), η λέξη που έχει δύο γραμματικούς τύπους: Η γλώσσα μας έχει αρκετά διπλότυπα ονόματα, π.χ. γέρος - γέροντας.2. το ουδ. ως ουσ., διπλότυπο έντυπη απόδειξη πληρωμής που αποτελείται από δύο όμοια φύλλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.