διπλότυπος

διπλότυπος
-η, -ο
1. (γραμμ.), η λέξη που έχει δύο γραμματικούς τύπους: Η γλώσσα μας έχει αρκετά διπλότυπα ονόματα, π.χ. γέρος - γέροντας.
2. το ουδ. ως ουσ., διπλότυπο έντυπη απόδειξη πληρωμής που αποτελείται από δύο όμοια φύλλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διπλότυπος — η, ο 1. γραμμ. (για λέξη) αυτός που έχει δύο γραμματικούς τύπους 2. αυτός που τυπώθηκε εις διπλούν 3. το ουδ. ως ουσ. το διπλότυπο βιβλίο έντυπων αποδείξεων που αποτελείται από όμοια ανά δύο φύλλα το ένα από τα οποία παραμένει στον εκδότη.… …   Dictionary of Greek

  • διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… …   Dictionary of Greek

  • διπλοτυπία — η [διπλότυπος] γραμμ. η ύπαρξη δύο τύπων μιας λέξεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”